καταμετρήσεις

καταμετρήσεις
καταμέτρησις
measuring out
fem nom/voc pl (attic epic)
καταμέτρησις
measuring out
fem nom/acc pl (attic)
καταμετρέω
measure out
aor subj act 2nd sg (epic)
καταμετρέω
measure out
fut ind act 2nd sg
καταμετρέω
measure out
aor subj act 2nd sg (epic)
καταμετρέω
measure out
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… …   Dictionary of Greek

  • βενθογράφος — ο ειδική χαλύβδινη σφαίρα με αυτόματα όργανα για καταμετρήσεις και φωτογραφήσεις του βένθους των θαλασσών …   Dictionary of Greek

  • καταμετρητής — ο 1. αυτός που κάνει καταμέτρηση 2. όργανο που χρησιμοποιείται για τις καταμετρήσεις, μετρητής, ρολόγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταμετρῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • καταμετρητικός — ή, ό (Α καταμετρητικός, ή, όν) [καταμετρητής] αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στις καταμετρήσεις …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κουκ, Τζέιμς — (James Cook, Μάρτον, Γιορκσάιρ 1728 – Χαβάη 1779). Άγγλος θαλασσοπόρος και χαρτογράφος. Κατατάχθηκε στο βρετανικό ναυτικό και αρχικά ταξίδεψε στον Καναδά, όπου ανέλαβε τις χαρτογραφήσεις και τις καταμετρήσεις των ακτών της Νέας Γης και του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”